- μελανούς
- μελανόςblack pigmentmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάνους — μελάνους, ουν (Μ) μελανός, μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανός κατά τα βαρύτονα επίθ. σε ους] … Dictionary of Greek
πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… … Dictionary of Greek